σάλτο — σάλτο, το και σάλτος, ο (λ. ιταλ.) 1. πήδημα: Το λιοντάρι με ένα σάλτο έφτασε το θύμα του. 2. «Σάλτο μορτάλε», πήδημα θανάτου, παρατολμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
σάλτος — ο, Ν σάλτο, πήδος, πήδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλτο κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
Ιγκουασού — (Iguassu). Ποταμός (1.320 χλμ.) της νότιας Βραζιλίας. Πηγάζει από τις πλαγιές του όρους Σιέρα ντι Μαρ. Αφού διασχίσει 700 χλμ. στα Δ, ενώνεται με τον ποταμό Παρανά κοντά στα σύνορα της Αργεντινής. Ο ποταμός σχηματίζει τους περίφημους καταρράκτες… … Dictionary of Greek
σαλτάρω — και σαλτέρνω Ν 1. (αμτβ.) τινάζω το σώμα μου σε απόσταση για να αποφύγω ένα εμπόδιο, πηδώ ψηλά, αναπηδώ 2. συνεκδ. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα 3. μτφ. τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saltare «πηδώ» (βλ. και σάλτο)] … Dictionary of Greek
σαλταρέλο — το, Ν γοργός και ζωηρός ιταλικός χορός που άνθησε τον 15ο και τον 16ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saltarello < saltare «πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω», βλ. και σάλτο)] … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ουρουγουάης — (Uruguay). Ποταμός (1.650 χλμ.) της Νότιας Αμερικής, παραπόταμος του Ρίο ντε λα Πλάτα. Σχηματίζεται από τη συμβολή διάφορων ποτάμιων βραχιόνων που προέρχονται από τη Σέρα Ζεράλ στη νότιο Βραζιλία (ομόσπονδη πολιτεία Σάντα Καταρίνα), και… … Dictionary of Greek